hemerálope — ► adjetivo/ sustantivo masculino femenino MEDICINA Se aplica a la persona que padece hemeralopía. * * * hemerálope. (Del gr. ἡμεράλωψ, ωπος, de ἡμέρα, día, y ὤψ, ὠπός, vista). adj. Med. Que padece hemeralopía. * * * ► adjetivo sustantivo de… … Enciclopedia Universal
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
ημεραλωπία — Μειωμένη ικανότητα προσαρμογής του ανθρώπινου ματιού κατά το λυκόφως, με την οποία η οπτική οξύτητα εξασθενεί ανάλογα με τη μείωση του φωτισμού. Η η. εμφανίζεται συχνά σε άτομα που η διατροφή τους είναι πτωχότατη σε βιταμίνη Α. Είναι συχνή σε… … Dictionary of Greek
hemerálope — (Del gr. ἡμεράλωψ, ωπος, de ἡμέρα, día, y ὤψ, ὠπός, vista). adj. Med. Que padece hemeralopía … Diccionario de la lengua española